ἐμφέρεια

ἐμφέρεια
ἐμφέρ-εια, ,
A likeness, Ps.-Dsc.1.1, Ph.1.15, Corn.ND9, Plu.Num. 13;

πρός τι Ph.1.433

, al., Plu.TG2: pl.,

τὰς ἀριθμοῦ ἐ. καὶ ἀφομοιώσεις Theol.Ar.58

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐμφερείᾳ — ἐμφερείᾱͅ , ἐμφέρεια likeness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφέρεια — ἐμφέρεια, η (AM) ομοιότητα («οὕτως ἐφικέσθαι τῆς ἐμφερείας... ὥστε μή... διαγινώσκειν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐμφέρεια — likeness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφερείας — ἐμφερείᾱς , ἐμφέρεια likeness fem acc pl ἐμφερείᾱς , ἐμφέρεια likeness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφερείαις — ἐμφέρεια likeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφέρειαι — ἐμφέρεια likeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφέρειαν — ἐμφέρεια likeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • образование — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. . τύπος) прообразование; (греч. έμφερεία) изображение …   Словарь церковнославянского языка

  • μορφοεμφέρεια — μορφοεμφέρεια, ἡ (Α) εικόνα, σχήμα, νοερή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + ἐμφέρεια «ομοιότητα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”